- φιλανθρώπευμα
- φιλανθρώπευμαhumane actneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φιλανθρώπευμα — εύματος, τὸ, ΜΑ [φιλανθρωπεύομαι] φιλανθρωπινή πράξη, φιλανθρωπία («σεισάχθειαν ὀνομάσαι τὸ φιλανθρώπευμα τοῡτο», Πλούτ.) αρχ. πράξη φιλοφροσύνης και αβρότητας … Dictionary of Greek
φιλανθρωπευμάτων — φιλανθρώπευμα humane act neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλανθρωπεύμασι — φιλανθρώπευμα humane act neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλανθρωπεύμασιν — φιλανθρώπευμα humane act neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλανθρωπεύματα — φιλανθρώπευμα humane act neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλανθρωπεύματος — φιλανθρώπευμα humane act neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)